ἐξάψει

ἐξάψει
ἔξαψις
fastening
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐξάψεϊ , ἔξαψις
fastening
fem dat sg (epic)
ἔξαψις
fastening
fem dat sg (attic ionic)
ἐξάπτω
fasten from
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξάπτω
fasten from
fut ind mid 2nd sg
ἐξάπτω
fasten from
fut ind act 3rd sg
ἐξά̱ψει , ἐξάπτω
fasten from
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἐξά̱ψει , ἐξάπτω
fasten from
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεκφαίνω — ΜΑ [ἐκφαίνω] παθ. συνεκφαίνομαι λάμπω μαζί («ὥσπερ τῇ ἐξάψει τῆς φλογὸς καὶ ἡ αὐγὴ συνεκφαίνεται», Γρηγ. Νύσσ.) αρχ. 1. φανερώνω, παρουσιάζω ταυτοχρόνως 2. δηλώνω, σημαίνω μαζί ή συγχρόνως («τῷ ἐλευθέρῳ συνεκφαίνων τὸν ἀδεῆ καὶ μεγαλόφρονα»,… …   Dictionary of Greek

  • Εστερχάζι, Μαρί Σάρλ Φερντινάν Βαλσέν — (Marie Charles Ferdinand Walsin Esterhazy, 1847 – 1923). Γάλλος αξιωματικός, ουγγρικής καταγωγής. Ανήκε στο γενικό επιτελείο του γαλλικού στρατού, θέση την οποία χρησιμοποίησε το 1893 για να συνεργαστεί στην κλοπή εμπιστευτικών στρατιωτικών… …   Dictionary of Greek

  • Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”